1994, Δευτέρα 14 Νοεμβρίου, Durham, Βόρεια Αγγλία.
Περίπου 6 το απόγευμα…
Βρίσκομαι σε κατάσταση απόγνωσης γιατί πρέπει να παραδώσω μια πάρα πολύ σημαντική εργασία για το πανεπιστήμιο. ¨Όπως κάθε νεοέλληνας φοιτητής που σέβεται τον εαυτό του, τα είχα αφήσει όλα για την τελευταία στιγμή και ο χρόνος πού είχα στην διάθεση μου ήταν ελάχιστος. Καταληκτική ημερομηνία σε 2 μέρες, 3000 λέξεις και εγώ ακόμα στην αρχή. Το σπίτι μου πάνω από την φοιτητική παμπ που έκλεινε κατά τις 2 το βράδυ (παράνομα…), δεν ήταν και το ιδανικότερο σημείο για μελέτη. Το Σαββατοκύριακο το είχα περάσει στη παμπ και την βιβλιοθήκη διαβάζοντας οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που έπρεπε. Ταχύτητα λοιπόν τώρα…
Περίπου 7 το απόγευμα…
Είμαι επιτέλους στο γραφείο μου στο παλαιό αρχαιολογικό τμήμα του πανεπιστημίου, έχω μπροστά μου όλα τα απαραίτητα, αρκετούς καφέδες, νερό και μπισκότα. Ξεκινάω η διαδικασία ετοιμασίας της εργασίας.
Περίπου 10 το βράδυ…
Έχω τελειώσει την μελέτη όλων των δεδομένων, και ετοιμάζομαι να πάω στα υπόγεια του τμήματος, στα εργαστήρια ραδιοχρονολόγησης για να πάρω τα δεδομένα από κάτι μετρήσεις που είχα κάνει. Το παλιό αρχαιολογικό τμήμα ήταν δίπλα στο ποτάμι, κοντά στην Elvet Bridge, και οι τοίχοι του αποτελούνταν από τις μεσαιωνικές οχυρώσεις του κάστρου. Είχε στην μέση ένα πλατύ μακρόστενο κατηφορικό σκάλα-διάδρομο με πολλά επίπεδα που έφτανε μέχρι το κάτω στο ποτάμι. Το γραφείο μου ήταν στα δεξιά ψηλά, σε σημείο όπου μπορούσα από ένα παράθυρο να δω το μήκος του διαδρόμου καθώς κατηφόριζε προς το ποτάμι. Τα υπόγεια, είχαν ακόμα φως, άρα ο καθηγητής ήταν ακόμα εκεί. Μέσα σε 2 λεπτά είμαι εκεί και περιμένω έξω από την πόρτα του εργαστηρίου. Ξαφνικά σβήνει το φως στο γραφείο μου, έτσι όπως το έβλεπα από χαμηλά. Υπέθεσα πως μπήκε η καθαρίστρια και το έσβησε, γιατί ήταν και αργά. Ο καθηγητής δεν ήταν μέσα αλλά άκουγα κάτι να κινείται. Χτυπάω ξανά την πόρτα και μου ανοίγει τρομαγμένος ένας συμφοιτητής μου. Το πρόσωπο του αν και άσπρο ούτως η άλλως, είχε γίνει ακόμα λευκότερο.
–Με τράβηξε από τα μαλλιά, μου είπε και έφυγε προς την έξοδο.
-Τι σε τράβηξε;
-Τίποτα, τίποτα… πάω σπίτι θα τα πούμε αύριο, μάλλον θα πάω για μια μπύρα, έλα μαζί μου..
-Έχω πάρα πολύ δουλειά του είπα, με καληνύχτισε και έφυγε βιαστικά. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε δεν ήμουν καθόλου ψυλλιασμένος ότι κάτι περίεργο μπορεί να συμβαίνει στο τμήμα, και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες προς το γραφείο μου. Βλέπω το φως να είναι αναμμένο και πάλι. Το τμήμα ήταν πλέον άδειο, ήμουν μάλλον μόνος μου…
Περίπου 2μιση, το πρωί…
Έχω ξεκινήσει το γράψιμο και με την ησυχία που έχει εδώ είναι πάρα πολύ καλά για να συγκεντρωθώ. Πάω στο δωμάτιο με τους υπολογιστές για να τυπώσω ένα άρθρο που θα μου χρειαστεί. Κάθομαι στην καρέκλα μπροστά από τον κεντρικό υπολογιστή. Και τότε αρχίζει το πανηγύρι…
Καθώς κάθομαι νιώθω ένα απαλό ρεύμα αέρα στα μαλλιά μου. Κοιτάω πίσω τίποτα… Ξαναγυρίζω να τυπώσω και ξανά το ίδιο, μόνο που τώρα ήταν σαν να με χάιδευε κάτι. Νομίζω πως είναι ένα έντομο ή κάτι τέτοιο, ο εκτυπωτής αρχίζει να τυπώνει. Σηκώνομαι για να πιάσω τα χαρτιά, νιώθω ένα ελαφρύ τράβηγμα στα μαλλιά, αλλά καθότι μακρυμάλλης (τότε…) αυτά ήταν συνηθισμένα… Ξανακάθομαι με τα χαρτιά μπροστά στο κομπιούτερ και βλέπω γραμμένα στο κείμενο μου κάτω κάτω…. “goaway”.
Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά και είμαι στα πρόθυρα πανικού… Καθώς κάθομαι κάτι μου τραβάει τα μαλλιά δυνατά αυτή τη φορά. Σηκώνομαι απότομα και φεύγω να πιάσω τα πράγματα μου από το γραφείο… Τα φώτα σβήνουν στην αίθουσα των υπολογιστών και τρέχοντας μπαίνω στο γραφείο μου, πιάνω ότι μπορώ και φεύγω βιαστικά προς την έξοδο. Ακούω την τηλεόραση στο δωμάτιο παρουσιάσεων να παίζει, ενώ δεν ήταν κανείς εκεί να την ανάψει. Απομακρύνομαι προς την πάνω πόρτα και τα φώτα του κατηφορικού διαδρόμου σβήνουν. Όταν βγήκα στο δρόμο, άκουσα κάτι να σπάει μέσα στο κτίριο. Έξω ήμουν μόνος μου και η βραδινή ομίχλη είχε σκεπάσει για τα καλά την πόλη. Ξεκινάω με τα πόδια προς το σπίτι και βλέπω στο δρόμο μια γνωστή φιγούρα. Ο συμφοιτητής μου…
-Τι έγινε; του λέω.
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ…
-Σου συνέβη κάτι περίεργο στο τμήμα έτσι δεν είναι;
Με κοίταξε καταλαβαίνοντας από το βλέμμα μου ότι το είχα περάσει και εγώ.
-Κάτι με τρόμαξε, αλλά δεν ξέρω τι ήταν, μου είπε.
-Κι εμένα, μου τράβηξε τα μαλλιά, του είπα.
-Εγώ άκουσα έναν ψίθυρο “go away” μέσα στο αυτί μου και κάτι μου τραβούσε το σακάκι…
Την επόμενη μέρα, πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον καθηγητή μου αν είχε υπόψιν του για τίποτα περίεργα πράγματα που συμβαίνουν στο τμήμα. Μου είπε ότι είχε πάθει κάτι παρόμοιο παλαιότερα γι αυτό και δεν καθόταν μετά το βράδυ στο τμήμα, όπως και οι περισσότεροι καθηγητές και φοιτητές. Το σημείο εκείνο του κάστρου, ήταν το μέρος όπου έγιναν οι σφοδρότερες σφαγές το περίπου 1290 και γενικότερα όλη η περιοχή βρίθει από θρύλους και διηγήσεις για παράξενες εμφανίσεις. Φυσικά αγόρασα και ένα PC, γιατί δεν είχα σκοπό να ξαναμπώ εκεί το βράδυ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου